- σερπετός
- -ή, -ό1. σβέλτος, ζωηρός.2. μτφ., ευφυής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σερπετός — ή, ό, Ν 1. ζωηρός, ευκίνητος 2. μτφ. ευφυής 3. μτφ. πονηρός, κατεργάρης 4) το ουδ. ως ουσ. το σερπετό βλ. ερπετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερπετό, κατ επίδραση τού συνωνύμου σερτό] … Dictionary of Greek
σερπετάδα — η, Ν [σερπετός] 1. ζωηράδα, ευκινησία 2. ευφυΐα, ευστροφία 3. πανουργία … Dictionary of Greek
σερπετιά — η, Ν [σερπετός] σερπετάδα … Dictionary of Greek